Afrodiet
Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010
Κάποτε ζήσαμε
Κάποτε ζήσαμε... Έτσι μου φαίνεται...
Μου έκανε πάντα εντύπωση η συγχωρεμένη πρόσφατα, Άννα Καλουτά, που μιλούσε όλο για ιστορίες από παλιά. Αυτό είναι ένα δείγμα σίγουρα γεμάτης ζωής, αλλά ζωής που έκανε ένα μεγάλο διάλειμμα. Πίστευα ότι δεν είναι αρκετό να ζεις με αναμνήσεις. Πρέπει και να ζεις. Ε; (Την έφαγα τη γυναίκα).
Μου αρέσει να μιλάω για το τώρα. Οι άνθρωποι της γενιάς μου (εμείς οι thirtysomething) συζητάμε όλο και περισσότερο για τις παλιές καλές μέρες. Η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε και πολλά για να είναι καλές. Τις βρήκαμε έτσι.
Και τώρα, που δε μάθαμε να κάνουμε τίποτα, παρακολουθούμε τις τωρινές κακές μέρες.
Είμαστε η γενιά της μη ευθύνης. Επαναλαμβάνομαι, αλλά το προηγούμενο σχετικό ποστ είχε και μια πολιτική χροιά, όταν δε φανταζόμουνα ακόμα τι θα μας έβρισκε.
Η τωρινή μου ανάγκη να γράψω είναι περισσότερο αποτέλεσμα μιας όλο και επαναλαμβανόμενης εικόνας των συνομήλικων (πάνω κάτω) φίλων που δηλώνουν απογοητευμένοι και ... χαμένοι. Με όλα.
Άλλος χωρίζει δραματικά, άλλος χάνει τη δουλειά του, άλλος δεν τη βρίσκει, άλλος δεν έχει λεφτά, άλλος δεν έχει επιλογές.
Μήπως αυτά όμως δε συνέβαιναν και όταν είμασταν μικρότεροι;
Απλά ο χωρισμός έδινε την ελπίδα για την επόμενη σχέση, το βιογραφικό μας ήταν πάντα διαθέσιμο κι εμείς συμμετείχαμε με χαρά σε συνεντεύξεις για δουλειά, όταν δεν βρίσκαμε δουλειά εύκολα κάτι είχαμε καλύτερο να κάνουμε, τα λεφτά δεν ήταν ποτέ αρκετά, και οι επιλογές ήταν στο μυαλό μας έτσι κι αλλιώς.
Απλά μεγαλώνοντας, με την προοπτική να γίνουμε καριερίστες του επαγγέλματος και της ευτυχίας (έχει κι αυτή την καριέρα της) χτίζαμε μια μεγάλη ιδέα γύρω από τον εαυτό μας, και όλα όσα συνέβαλαν σ' αυτή την ατομική εξέλιξη γίνονταν πολύ σημαντικά. Ήταν σημαντικές και οι λεπτομέρειες. Το γλεντήσαμε και το γιορτάσαμε όταν πλησιάζαμε να φτάσουμε στην περίφημη πυραμίδα (maslow).
Και λίγο πριν να φτάσουμε στην κορυφή, κάποιος πήρε το σφυράκι του κι άρχισε να γκρεμίζει από κάτω.
Αν έχεις να φροντίσεις γονείς, ή παιδιά, δεν μπορείς παρά να είσαι αισιόδοξος. Γιατί η 'ανάγκη' που αποτελείς για αυτούς είναι ο λόγος για να ελπίζεις.
Οι υπόλοιποι; Να κουραστούμε; Να απογοητευτούμε;
Μήπως ήρθε η σειρά αυτής της αδικημένης γενιάς, να δείξει ότι δεν αδικείται κανείς αν δεν το επιτρέψει ο ίδιος;
Να ζήσει επιτέλους την πραγματική ευτυχία, ανατρέποντας το σύστημα που τροφοδότησε με τα όνειρά της;
Ας ξεκινήσουμε έστω από αυτά τα όνειρα.
Γιατί σίγουρα δεν είναι ευτυχία να έχω ακριβό αυτοκίνητο, δεν είναι ευτυχία να έχω ιδιόκτητο σπίτι, δεν είναι ευτυχία να κάνω εξωσωματικές για να γίνω μάνα, δεν είναι ευτυχία να κάνω τα πάντα για να βγάλω λεφτά.
Έχω όμως το δικαίωμα να κυνηγάω την ευτυχία μου όπως τη νομίζω. Αυτό το δικαίωμα κρίνεται. Και ο αγώνας για αυτό το δικαίωμα είναι ζωή.
Μου έκανε πάντα εντύπωση η συγχωρεμένη πρόσφατα, Άννα Καλουτά, που μιλούσε όλο για ιστορίες από παλιά. Αυτό είναι ένα δείγμα σίγουρα γεμάτης ζωής, αλλά ζωής που έκανε ένα μεγάλο διάλειμμα. Πίστευα ότι δεν είναι αρκετό να ζεις με αναμνήσεις. Πρέπει και να ζεις. Ε; (Την έφαγα τη γυναίκα).
Μου αρέσει να μιλάω για το τώρα. Οι άνθρωποι της γενιάς μου (εμείς οι thirtysomething) συζητάμε όλο και περισσότερο για τις παλιές καλές μέρες. Η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε και πολλά για να είναι καλές. Τις βρήκαμε έτσι.
Και τώρα, που δε μάθαμε να κάνουμε τίποτα, παρακολουθούμε τις τωρινές κακές μέρες.
Είμαστε η γενιά της μη ευθύνης. Επαναλαμβάνομαι, αλλά το προηγούμενο σχετικό ποστ είχε και μια πολιτική χροιά, όταν δε φανταζόμουνα ακόμα τι θα μας έβρισκε.
Η τωρινή μου ανάγκη να γράψω είναι περισσότερο αποτέλεσμα μιας όλο και επαναλαμβανόμενης εικόνας των συνομήλικων (πάνω κάτω) φίλων που δηλώνουν απογοητευμένοι και ... χαμένοι. Με όλα.
Άλλος χωρίζει δραματικά, άλλος χάνει τη δουλειά του, άλλος δεν τη βρίσκει, άλλος δεν έχει λεφτά, άλλος δεν έχει επιλογές.
Μήπως αυτά όμως δε συνέβαιναν και όταν είμασταν μικρότεροι;
Απλά ο χωρισμός έδινε την ελπίδα για την επόμενη σχέση, το βιογραφικό μας ήταν πάντα διαθέσιμο κι εμείς συμμετείχαμε με χαρά σε συνεντεύξεις για δουλειά, όταν δεν βρίσκαμε δουλειά εύκολα κάτι είχαμε καλύτερο να κάνουμε, τα λεφτά δεν ήταν ποτέ αρκετά, και οι επιλογές ήταν στο μυαλό μας έτσι κι αλλιώς.
Απλά μεγαλώνοντας, με την προοπτική να γίνουμε καριερίστες του επαγγέλματος και της ευτυχίας (έχει κι αυτή την καριέρα της) χτίζαμε μια μεγάλη ιδέα γύρω από τον εαυτό μας, και όλα όσα συνέβαλαν σ' αυτή την ατομική εξέλιξη γίνονταν πολύ σημαντικά. Ήταν σημαντικές και οι λεπτομέρειες. Το γλεντήσαμε και το γιορτάσαμε όταν πλησιάζαμε να φτάσουμε στην περίφημη πυραμίδα (maslow).
Και λίγο πριν να φτάσουμε στην κορυφή, κάποιος πήρε το σφυράκι του κι άρχισε να γκρεμίζει από κάτω.
Αν έχεις να φροντίσεις γονείς, ή παιδιά, δεν μπορείς παρά να είσαι αισιόδοξος. Γιατί η 'ανάγκη' που αποτελείς για αυτούς είναι ο λόγος για να ελπίζεις.
Οι υπόλοιποι; Να κουραστούμε; Να απογοητευτούμε;
Μήπως ήρθε η σειρά αυτής της αδικημένης γενιάς, να δείξει ότι δεν αδικείται κανείς αν δεν το επιτρέψει ο ίδιος;
Να ζήσει επιτέλους την πραγματική ευτυχία, ανατρέποντας το σύστημα που τροφοδότησε με τα όνειρά της;
Ας ξεκινήσουμε έστω από αυτά τα όνειρα.
Γιατί σίγουρα δεν είναι ευτυχία να έχω ακριβό αυτοκίνητο, δεν είναι ευτυχία να έχω ιδιόκτητο σπίτι, δεν είναι ευτυχία να κάνω εξωσωματικές για να γίνω μάνα, δεν είναι ευτυχία να κάνω τα πάντα για να βγάλω λεφτά.
Έχω όμως το δικαίωμα να κυνηγάω την ευτυχία μου όπως τη νομίζω. Αυτό το δικαίωμα κρίνεται. Και ο αγώνας για αυτό το δικαίωμα είναι ζωή.
Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009
Παίζουμε πετρουλο-πόλεμο;
Γενικά δε μ’ αρέσει να κράζω άλλες γυναίκες, κυρίως αυτές που είναι επαγγελματικά ωραίες ή ωραίες κατ’ επάγγελμα. Η δουλειά τους είναι, και γι’ αυτό, από τη στιγμή που δε με επηρεάζουν με τη ζωή και τις αποφάσεις τους, μπορούν να είναι όσο σαχλές θέλουν, ή άσχημες. Αλλά με τρώει κάτι εδώ και καιρό και δε μπορώ να το κρατήσω για μένα.
Χωρίς να έχω ασχοληθεί περισσότερο από 4 δευτερόλεπτα τη φορά, έχει τύχει να δω την τρυφερή πετρούλα (οξύμωρο!) να την πέφτει στον καιρό. Ή μάλλον να παρουσιάζει τις προβλέψεις της ΕΜΥ με σεξουαλικό (για γέρους με άνοια) τρόπο.
Δε φταίει. Με τίποτα. Ανήκει κι αυτή στη γενιά των 700 ευρώ. Της βρήκαν μια δουλίτσα. Γιατί να μην την κάνει με σταθερό μισθό και γέλιο για όλους;
Εγώ να σας πω την αλήθεια δε γελάω. Ψιλοντρέπομαι. Το ίδιο ντρέπομαι βέβαια κι όταν προσπαθεί η Μπήλιω Τσουκαλά να κάνει μια εισαγωγή για τον καλεσμένο της (τα ‘χουμε πει και παλιότερα), κι ας είναι και δημοσιογράφος.
Η πετρούλα όμως που μας βρήκε στο κεφάλι ένα ωραίο απόγευμα, έχει ως επάγγελμα, ιδιότητα και τίτλο, την ωραιότητά της!
Και μαζί με όλα τα υποκοριστικά των λέξεων «Ελλάδα, καιρός, σύννεφα, βροχή» προσπαθεί να είναι όχι μόνο ωραία αλλά και σέξι.
Για να φαίνεται στο κυρ μαλέλη ότι το να μιλάει μια μικρή πετρούλα με υποκοριστικά είναι σέξι, πάει να πει ότι έχουν ‘πήξει’ στη δουλειά στο σταρ.
Στα παλιά μας τα παπουτσάκια όμως.
Αυτό που με ‘τρώει’ εμένα, είναι η καταπληκτική ομοιότητα της μικρής πετρούλας με τον ογκόλιθο της κωμωδίας Γεωργία Βασιλειάδου. Αυτή την καταπληκτική κωμικό που γούσταρε να πουλάει την «ασχήμια» της σε συνδυασμό με το μεγάλο της ταλέντο.
Άφησε εποχή και έκανε σχολή (δύσκολο να ακολουθηθεί), μοστράροντας ως υπέροχη άσχημη και αξιοποιώντας, βέβαια, μοναδικά εμπνευσμένα κείμενα.
Χωρίς να έχω ασχοληθεί περισσότερο από 4 δευτερόλεπτα τη φορά, έχει τύχει να δω την τρυφερή πετρούλα (οξύμωρο!) να την πέφτει στον καιρό. Ή μάλλον να παρουσιάζει τις προβλέψεις της ΕΜΥ με σεξουαλικό (για γέρους με άνοια) τρόπο.
Δε φταίει. Με τίποτα. Ανήκει κι αυτή στη γενιά των 700 ευρώ. Της βρήκαν μια δουλίτσα. Γιατί να μην την κάνει με σταθερό μισθό και γέλιο για όλους;
Εγώ να σας πω την αλήθεια δε γελάω. Ψιλοντρέπομαι. Το ίδιο ντρέπομαι βέβαια κι όταν προσπαθεί η Μπήλιω Τσουκαλά να κάνει μια εισαγωγή για τον καλεσμένο της (τα ‘χουμε πει και παλιότερα), κι ας είναι και δημοσιογράφος.
Η πετρούλα όμως που μας βρήκε στο κεφάλι ένα ωραίο απόγευμα, έχει ως επάγγελμα, ιδιότητα και τίτλο, την ωραιότητά της!
Και μαζί με όλα τα υποκοριστικά των λέξεων «Ελλάδα, καιρός, σύννεφα, βροχή» προσπαθεί να είναι όχι μόνο ωραία αλλά και σέξι.
Για να φαίνεται στο κυρ μαλέλη ότι το να μιλάει μια μικρή πετρούλα με υποκοριστικά είναι σέξι, πάει να πει ότι έχουν ‘πήξει’ στη δουλειά στο σταρ.
Στα παλιά μας τα παπουτσάκια όμως.
Αυτό που με ‘τρώει’ εμένα, είναι η καταπληκτική ομοιότητα της μικρής πετρούλας με τον ογκόλιθο της κωμωδίας Γεωργία Βασιλειάδου. Αυτή την καταπληκτική κωμικό που γούσταρε να πουλάει την «ασχήμια» της σε συνδυασμό με το μεγάλο της ταλέντο.
Άφησε εποχή και έκανε σχολή (δύσκολο να ακολουθηθεί), μοστράροντας ως υπέροχη άσχημη και αξιοποιώντας, βέβαια, μοναδικά εμπνευσμένα κείμενα.
Φυσικά η Βασιλειάδου για μένα είναι μια συμπαθής και ζεστή φιγούρα. Καθιερώθηκε όμως ως η άσχημη του ελληνικού κινηματογράφου. Και ως τέτοια, είχε περισσότερο ενδιαφέρον, αφού δεν πλάσαρε με το ζόρι κάτι άλλο και ξένο από αυτό που ήταν.
Η πετρούλα λοιπόν της μοιάζει πολύ! Στη φάτσα. Είναι ίδια.
Κι έτσι έχουμε τον εκρηκτικό συνδυασμό: φάτσα Γεωργίας Βασιλειάδου, με κείμενα από τα διαλείμματα της πρώτης δημοτικού, ρούχα αποκριάς, σεξουαλικά υπονοούμενα πόας, απευθυνόμενα σε υπερήλικες.
Αυτό θα πει να απευθύνεσαι σε μεγάλο κοινό. :-Ρ
(Ας ξαναβάλω το φτυάρι στη θέση του)
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008
Όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε
Από μικρό παιδί είχα μια απορία για το γάμο και το έργο που επιτελεί αυτή η συνήθεια στις σχέσεις των ανθρώπων.
Γιατί αν παραβλέψουμε τη συμβολή του στην κοινωνία αφού ο γάμος τελικά δεν προϋποθέτει ισχυρότερες οικογένειες, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είναι μια μαζοχιστική ανάγκη να καταστρέψουμε τις πιο όμορφες σχέσεις μας.
Με δυσκολία μπορώ να το ισχυριστώ στους φίλους μου, που με καλούν κάθε τόσο σε σεμνές τελετές επισημοποίησης σχέσεων και εκτονωτικά πάρτυ επίσημης λήξης της ελευθερίας τους. Αλλά αυτό πιστεύω.
Αφού το κίνητρο για να παντρευτούν δύο άνθρωποι είναι ένας έρωτας μεταξύ τους πώς αποφασίζουν να τον μεταλλάξουν σε συγγένεια;
Είναι καλύτερο να είσαι συγγενής με αυτόν που γουστάρεις ή αιώνιος αγαπημένος (αν υποθέσουμε ότι όλα γίνονται για τη διαιώνιση της αγάπης);
Πειράζει που διαλέγω το δεύτερο;
Πειράζει που πιστεύω ότι η ανεξαρτησία είναι πιο σίγουρη οδός για την διατήρηση της σχέσης και του έρωτα;
Πειράζει που οι φίλοι που παντρεύτηκαν, με ξαναθυμούνται όταν χωρίζουν;
Παρόλα αυτά παλιόφιλοι, να ζήσετε και να ευτυχίσετε από τα βάθη της καρδιάς μου, αν μετράει και πιάνει η ευχή μου.
Εγώ θα συνεχίσω να σας παρακολουθώ με αγάπη και επιστημονικό ενδιαφέρον.
Γιατί αν παραβλέψουμε τη συμβολή του στην κοινωνία αφού ο γάμος τελικά δεν προϋποθέτει ισχυρότερες οικογένειες, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είναι μια μαζοχιστική ανάγκη να καταστρέψουμε τις πιο όμορφες σχέσεις μας.
Με δυσκολία μπορώ να το ισχυριστώ στους φίλους μου, που με καλούν κάθε τόσο σε σεμνές τελετές επισημοποίησης σχέσεων και εκτονωτικά πάρτυ επίσημης λήξης της ελευθερίας τους. Αλλά αυτό πιστεύω.
Αφού το κίνητρο για να παντρευτούν δύο άνθρωποι είναι ένας έρωτας μεταξύ τους πώς αποφασίζουν να τον μεταλλάξουν σε συγγένεια;
Είναι καλύτερο να είσαι συγγενής με αυτόν που γουστάρεις ή αιώνιος αγαπημένος (αν υποθέσουμε ότι όλα γίνονται για τη διαιώνιση της αγάπης);
Πειράζει που διαλέγω το δεύτερο;
Πειράζει που πιστεύω ότι η ανεξαρτησία είναι πιο σίγουρη οδός για την διατήρηση της σχέσης και του έρωτα;
Πειράζει που οι φίλοι που παντρεύτηκαν, με ξαναθυμούνται όταν χωρίζουν;
Παρόλα αυτά παλιόφιλοι, να ζήσετε και να ευτυχίσετε από τα βάθη της καρδιάς μου, αν μετράει και πιάνει η ευχή μου.
Εγώ θα συνεχίσω να σας παρακολουθώ με αγάπη και επιστημονικό ενδιαφέρον.
Μήπως ξέρει κανείς…
Γιατί οι πολιτικοί που έχουν να κάνουν με τόσο σοβαρά ζητήματα είναι πάντα χαμογελαστοί και χαζοχαρούμενοι, όταν την ίδια στιγμή (για να μου σπάνε τα νεύρα) οι ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες και όσοι αθλητές ασχολούνται με παιχνίδια!! είναι πάντα σοβαροί, λες και βγήκαν από διαγωνισμό για πρόσληψη αστροναυτών στη ΝΑΣΑ; Σιγά αγόρια, μια μπάλα σπρώχνετε. Γελάστε λίγο. Απαπαπαπαπα!
Γιατί ο Καρβέλας και η Πάνια θεωρούν κατάχρηση εξουσίας την αγενή συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντί τους; Η ξεφτίλα των παρατράγουδων δεν είναι κατάχρηση εξουσίας του νοήμονα στον πνευματικά καθυστερημένο;
Γιατί η κυβέρνηση δεν έδωσε τα 28 δις κατευθείαν σε μας, μέσα από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (παράδειγμα) και έπρεπε να τα περάσει οπωσδήποτε μέσα από τις πανάθλιες τράπεζες;
Γιατί όταν εμείς παρκάρουμε παράνομα (π.χ.) μας παίρνει η δαγκάνα το αμάξι, και ο Γκαρσία μετά τη μπουνιά που έριξε, έφυγε με τα πόδια από το γήπεδο; Γιατί όχι με δαγκάνα;
Γιατί ο δημοσιογράφος Μίνος, πληρώνεται από εμάς, μια που δουλεύει στην ΕΡΤ, κι όχι από τον ΠΑΟΚ;
Γιατί είναι τόσο ακριβοί οι υδραυλικοί;
Γιατί ο Καρβέλας και η Πάνια θεωρούν κατάχρηση εξουσίας την αγενή συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντί τους; Η ξεφτίλα των παρατράγουδων δεν είναι κατάχρηση εξουσίας του νοήμονα στον πνευματικά καθυστερημένο;
Γιατί η κυβέρνηση δεν έδωσε τα 28 δις κατευθείαν σε μας, μέσα από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (παράδειγμα) και έπρεπε να τα περάσει οπωσδήποτε μέσα από τις πανάθλιες τράπεζες;
Γιατί όταν εμείς παρκάρουμε παράνομα (π.χ.) μας παίρνει η δαγκάνα το αμάξι, και ο Γκαρσία μετά τη μπουνιά που έριξε, έφυγε με τα πόδια από το γήπεδο; Γιατί όχι με δαγκάνα;
Γιατί ο δημοσιογράφος Μίνος, πληρώνεται από εμάς, μια που δουλεύει στην ΕΡΤ, κι όχι από τον ΠΑΟΚ;
Γιατί είναι τόσο ακριβοί οι υδραυλικοί;
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008
Τριάντα και βάλε ανούσιες ευχές
Γιατί όσο μεγαλώνουμε οι ευχές γίνονται όλο και πιο τρομακτικές, του τύπου «του χρόνου διπλή/ός»; Γιατί τι έχει το μέγεθός μου δηλαδή;
Από το «πρόσεχε μη σου βάλουν τίποτα στο ποτό» φτάσαμε σε χρόνο ανύποπτο στο «γιατί δεν κάνεις κι εσύ μια οικογένεια;».
Μαμά, τώρα πια πρέπει να βάλω μόνη μου κάτι στο ποτό μου για να κάνω οικογένεια. Κάτι σε μείγμα από ωκυτίνη και φερομόνες που φέρνουν, σύμφωνα με τελευταία έρευνα, συναισθηματικούς δεσμούς.
Επίσης... Δε σου βάζουν στο ποτό τίποτα αν δεν έχεις να το πληρώσεις. Ποτέ δεν κερνούσαν εξάλλου.
Η παλιά αυτή συμβουλή όμως, μπορεί και να σημάδεψε μια γενιά. Τη γενιά, που ο Κωνσταντίνος Καμάρας τιτλοποιεί με το «πάρε το μηδέν». Δηλαδή τη γενιά του …τίποτα!!! Τη γενιά που δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί της.
Γιατί; Γιατί δεν ασχολήθηκε κι αυτή με κανέναν.
Είχαμε «λύσει» όλα μας τα πολιτειακά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα (ως κοινωνία), είχαμε βολευτεί (ως νέοι) να συγκατοικούμε ή να φιλοξενούμαστε από τους γονείς, είχαμε αναλάβει να παρακολουθούμε μια κοινωνία να εξελίσσεται χωρίς να συμμετέχουμε ενεργά σ’ αυτήν την εξέλιξη.
Δεν ήμασταν η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά μεγαλώσαμε με την ιδέα της. Κι αφού μεγαλώσαμε πολύ, δεν αποτελούσαμε πια ούτε και κομμάτι της γενιάς του Internet.
Εμείς όμως καταθέσαμε πολλά στεφάνια σε άγνωστους ήρωες, τραγουδήσαμε πολλά αντιστασιακά τραγούδια, μας ενέπνευσαν πολλές ροκ μπάντες, αλλά ως συνεχιστές μιας αντίστασης, και μιας ροκ εποχής που δεν ζήσαμε.
Κι έπειτα;
Ξαφνικά χορέψαμε house, πετάξαμε τα αγοραφοβικά ρούχα για να επιδοθούμε σε συνήθειες μιας εκτονωτικής αισθητικής απελευθέρωσης από μια καταπίεση που κουβαλούσαν μόνο οι γονείς. Το «δε βαριέσαι» των γονιών που οι ακυρωμένοι κόποι τους είχαν φέρει ως λογικό συμπέρασμα, μας έγινε μότο.
Κι εκεί, υποταχθήκαμε σε εκδοτικές απολυταρχίες ματαιοπονημένων πρώην επαναστατών και εντέλει ματαιόσχολων της επιφάνειας και της εικόνας, αφού μας φάνηκε ότι βρήκαμε μια νέου τύπου ευφυΐα που αντιδρούσε στη σοβαροφάνεια της ενασχόλησης με την πολιτική.
Η κοινωνία είχε –βλέπεις- πολλά χαριτωμένα πράγματα να ασχοληθούμε, που ενίσχυε η οικονομική ευημερία που επικρατούσε.
Όσο για τις σπουδές, δεν υπήρχε λόγος για βιασύνη.
Δεν υπήρχε καμία κοινωνική πίεση τύπου «τελειώνεις σπουδές, ξεκινάς καριέρα, κάνεις οικογένεια» γιατί αυτή η λογική σειρά είχε πληγεί από τον πλουραλισμό των επιλογών που έφερνε μαζί της η οικονομική ανάπτυξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ιδιωτικός τομέας.
Έτσι, με ‘φυσιολογική’ καθυστέρηση μιας οχταετίας (κατά μέσο όρο) «ορκιστήκαμε» με τίτλους που αντιστοιχούσαν σε υπό-ανάπτυξη ή κρατικές οικονομίες για να διαπιστώσουμε ότι η αγορά άνθιζε με νέες ειδικότητες για τις οποίες είχαν γερά χαρτιά κάποιοι μικρότεροί μας.
Βρεθήκαμε να πλησιάζουμε τα 30, θαυμάζοντας τα περήφανα γεννήματα της «επανάστασης» του Κωστόπουλου, με πολύ life style και νέους που είχαν ήδη ισχυρές θέσεις στην παγκοσμιοποιημένη αγορά εργασίας. Αυτοί δηλαδή πώς είχαν βιαστεί; Ποιος τους υποψίασε;
Αγγλόγλωσσοι κάτοχοι μεταπτυχιακών, με φτωχό λεξιλόγιο και ακριβά ρούχα, νεότεροί μας, μας πήραν συνέντευξη για δουλειά, ενώ τις περισσότερες φορές η προσπάθειά μας για συσχέτιση ηλικίας και εμπειρίας έπεφτε στο κενό, για να καταλάβουμε γρήγορα - γρήγορα ότι η ηλικία είχε αρχίσει να …τρέφεται εις βάρος μας.
Οι γυναίκες είχαμε να ανταγωνιστούμε νεότερες που είχαν καταφέρει να έχουν αξιοθαύμαστες δουλειές (ίσως και παιδιά), και οι άντρες, πανίσχυρους συνομήλικους ή νεότερους, που απαιτούσαν μεγάλο μισθό μόνο όταν αποδεικνυόταν ότι δεν τον είχαν ανάγκη.
Ο ανταγωνισμός έγινε αμέσως κοινωνική ζήλεια! και ψάξαμε τον εχθρό στις μικρότερες ηλικίες. Όταν δε, τα νιάτα άρχισαν να αποτελούν απειλή και για την προσωπική μας ζωή, εκεί χάσαμε το στοίχημα. Κανένα μαζικό στοίχημα όμως. Ήμασταν η γενιά των ατομικών στοιχημάτων.
Κάτι που διδαχτήκαμε από τους νεότερους. Έστω και από την ανάγκη να τους ακολουθήσουμε.
Παρακολουθήσαμε λοιπόν κι ακολουθήσαμε νέους, επιτυχημένους, …ευτυχισμένους! Και ναι, έγιναν τα πρότυπά μας.
Και φτάσαμε στα thirty something – να και κάπου που ανήκουμε σίγουρα – για να λυπόμαστε τώρα τη γενιά των 700 ευρώ, τόσο για την αναντιστοιχία των σπουδών τους με τις αμοιβές τους όσο και για το όραμα που τους λείπει. Γιατί εμείς πόσα παίρναμε όταν ξεκινούσαμε τη δουλειά;
Αλήθεια, ποια ήταν αυτή η ενδιάμεση γενιά που τα είχε καταφέρει όλα; Ή δεν ήταν γενιά, απλά οι περαστικοί της «επιτυχημένης» Σημιτικής οικονομίας του εκσυγχρονισμού και του χρηματιστηρίου; Που είδαν φως και μπήκαν; Που άναψαν αυτοί το φως μπαίνοντας και το έσβησαν φεύγοντας;
Ήταν τότε που αρχίσαμε να συναντάμε ισχυρούς ανθρώπους που προέρχονταν από …οικογένειες (η οικογένεια παίζει το ρόλο της προίκας στην ελληνική κοινωνία) με σοσιαλιστικές καταβολές μεν, - για να μη μπορούμε να τους προσάψουμε καμία κεφαλαιοκρατική προέλευση -, αλλά και όμοιες διασυνδέσεις, για να δικαιολογούμε την ανέλιξή τους. Ήταν οι γόνοι αντιστασιακών (κατά δήλωση), παιδιά των παιδιών του Πολυτεχνείου (κατά σύμπτωση) …
Αν λοιπόν μας φταίνε τα 700 ευρώ σήμερα, είναι γιατί μέχρι χθες παρακολουθούσαμε τον πλουτισμό όλων των εργατοπατέρων, συνδικαλιστών, σοσιαλιστών, ιδεολόγων. Όλων εκείνων που με την επίφαση της αριστερής ιδεολογίας νομιμοποιούνταν να ζουν βασιλικά, με σκάφη, με βίλες στη Μύκονο, με μεγιστάνες φίλους.
Και φυσικά σήμερα δε μας φτάνουν τα 700 ευρώ γιατί τα πρότυπά μας δημιούργησαν μια ακριβή αντιμετώπιση της ζωής, ρίχνοντας τις Αξίες κι ανεβάζοντας τις τιμές.
Σήμερα, εμείς οι τριαντα-βάλε, που δεν κάναμε τίποτε απολύτως για να σταματήσουμε την ελεύθερη πτώση της κοινωνίας, που παρασυρθήκαμε κι εμείς ως άλλοι ηττημένοι ενός πολέμου που δεν κηρύχθηκε ποτέ, που μετά βίας και πικρίας διαπιστώσαμε ότι τα απολιτικά όνειρά μας για μεγάλες καριέρες και ζωές ελευθερίας και πολιτισμού, έγιναν προβλήματα επιβίωσης και συγχρονισμού με το ορμητικό ρεύμα «άρτος και θεάματα», πρέπει να ξαναγίνουμε πολιτικά όντα, συμπονώντας τη γενιά του χαμηλού μισθού.
Πρέπει τώρα να πάρουμε θέση για τους νέους που τους φταίει το κράτος (τι χαζό να είσαι αναρχικός επειδή παίρνεις μόνο 700 ευρώ), για να διαλέξουμε τι; Τη δεξιά ή την κεντρώα κεφαλαιοκρατία.
Συγνώμη αλλά δε συμμερίζομαι την άποψη ότι η δεξιά κυβέρνηση φταίει για τα 700 ευρώ. Ο Καραμανλής είναι το κερασάκι στην τούρτα. Σε μια τούρτα που μας έπεισε ότι θα πετούσαμε στα μούτρα των νταβατζήδων. Δεν έγινε. Αλλά η γενιά μου δεν γνώρισε την ήττα εξαιτίας του. Γι’ αυτό και τρέμω πολύ στην ιδέα ότι η μοναδική εναλλακτική που έχουμε μετά τη ΝΔ είναι το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ με ενοχλεί πολύ περισσότερο που υπάρχει γιατί εκμεταλλεύτηκε το ΣΟ του ονόματος. Η ΝΔ είναι οι δεξιοί. Το ΠΑΣΟΚ που διατείνεται πως δεν είναι, τι πολιτική έκανε;
Θα έρθουν για να ανατρέψουμε την παγιωμένη κρατική διαφθορά, τα οικονομικά συμφέροντα που μας κυβερνούν; Κι αν κουραστήκαμε από όλους τους;
Εμείς περάσαμε το κατώφλι της ηλικίας που θα έπρεπε να κάνουμε την επανάσταση, και συνειδητοποιούμε ότι ο φόβος μας είναι πως με την πρώτη απεργία μας, η θέση μας μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον που για 700 ευρώ μπορεί να κάνει τα ίδια με μας με περισσότερο κέφι και απειλή κουκούλας.
Κι αν αποφύγαμε τις ουσίες για να ζήσουμε όμορφα κι ειρηνικά; Κι αν αποφύγαμε τις ουσίες κάνοντας όνειρα για μια πολιτισμένη ευρωπαϊκή Ελλάδα; Κι αν αποφύγαμε τις ουσίες για να μπορούμε να ανοίγουμε διάλογο; Και αν τίποτα από αυτά δεν ήρθε;
Είμαστε η γενιά που απλά απέφυγε τις ουσίες χάνοντας όμως την ουσία της ομάδας. Και μετουσιώσαμε τα όνειρά μας σε κουραστικό καθημερινό κυνήγι αναζήτησης της ουσιαστικής ζωής.
Ανούσια που μοιάζουν όλα.
Από το «πρόσεχε μη σου βάλουν τίποτα στο ποτό» φτάσαμε σε χρόνο ανύποπτο στο «γιατί δεν κάνεις κι εσύ μια οικογένεια;».
Μαμά, τώρα πια πρέπει να βάλω μόνη μου κάτι στο ποτό μου για να κάνω οικογένεια. Κάτι σε μείγμα από ωκυτίνη και φερομόνες που φέρνουν, σύμφωνα με τελευταία έρευνα, συναισθηματικούς δεσμούς.
Επίσης... Δε σου βάζουν στο ποτό τίποτα αν δεν έχεις να το πληρώσεις. Ποτέ δεν κερνούσαν εξάλλου.
Η παλιά αυτή συμβουλή όμως, μπορεί και να σημάδεψε μια γενιά. Τη γενιά, που ο Κωνσταντίνος Καμάρας τιτλοποιεί με το «πάρε το μηδέν». Δηλαδή τη γενιά του …τίποτα!!! Τη γενιά που δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί της.
Γιατί; Γιατί δεν ασχολήθηκε κι αυτή με κανέναν.
Είχαμε «λύσει» όλα μας τα πολιτειακά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα (ως κοινωνία), είχαμε βολευτεί (ως νέοι) να συγκατοικούμε ή να φιλοξενούμαστε από τους γονείς, είχαμε αναλάβει να παρακολουθούμε μια κοινωνία να εξελίσσεται χωρίς να συμμετέχουμε ενεργά σ’ αυτήν την εξέλιξη.
Δεν ήμασταν η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά μεγαλώσαμε με την ιδέα της. Κι αφού μεγαλώσαμε πολύ, δεν αποτελούσαμε πια ούτε και κομμάτι της γενιάς του Internet.
Εμείς όμως καταθέσαμε πολλά στεφάνια σε άγνωστους ήρωες, τραγουδήσαμε πολλά αντιστασιακά τραγούδια, μας ενέπνευσαν πολλές ροκ μπάντες, αλλά ως συνεχιστές μιας αντίστασης, και μιας ροκ εποχής που δεν ζήσαμε.
Κι έπειτα;
Ξαφνικά χορέψαμε house, πετάξαμε τα αγοραφοβικά ρούχα για να επιδοθούμε σε συνήθειες μιας εκτονωτικής αισθητικής απελευθέρωσης από μια καταπίεση που κουβαλούσαν μόνο οι γονείς. Το «δε βαριέσαι» των γονιών που οι ακυρωμένοι κόποι τους είχαν φέρει ως λογικό συμπέρασμα, μας έγινε μότο.
Κι εκεί, υποταχθήκαμε σε εκδοτικές απολυταρχίες ματαιοπονημένων πρώην επαναστατών και εντέλει ματαιόσχολων της επιφάνειας και της εικόνας, αφού μας φάνηκε ότι βρήκαμε μια νέου τύπου ευφυΐα που αντιδρούσε στη σοβαροφάνεια της ενασχόλησης με την πολιτική.
Η κοινωνία είχε –βλέπεις- πολλά χαριτωμένα πράγματα να ασχοληθούμε, που ενίσχυε η οικονομική ευημερία που επικρατούσε.
Όσο για τις σπουδές, δεν υπήρχε λόγος για βιασύνη.
Δεν υπήρχε καμία κοινωνική πίεση τύπου «τελειώνεις σπουδές, ξεκινάς καριέρα, κάνεις οικογένεια» γιατί αυτή η λογική σειρά είχε πληγεί από τον πλουραλισμό των επιλογών που έφερνε μαζί της η οικονομική ανάπτυξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ιδιωτικός τομέας.
Έτσι, με ‘φυσιολογική’ καθυστέρηση μιας οχταετίας (κατά μέσο όρο) «ορκιστήκαμε» με τίτλους που αντιστοιχούσαν σε υπό-ανάπτυξη ή κρατικές οικονομίες για να διαπιστώσουμε ότι η αγορά άνθιζε με νέες ειδικότητες για τις οποίες είχαν γερά χαρτιά κάποιοι μικρότεροί μας.
Βρεθήκαμε να πλησιάζουμε τα 30, θαυμάζοντας τα περήφανα γεννήματα της «επανάστασης» του Κωστόπουλου, με πολύ life style και νέους που είχαν ήδη ισχυρές θέσεις στην παγκοσμιοποιημένη αγορά εργασίας. Αυτοί δηλαδή πώς είχαν βιαστεί; Ποιος τους υποψίασε;
Αγγλόγλωσσοι κάτοχοι μεταπτυχιακών, με φτωχό λεξιλόγιο και ακριβά ρούχα, νεότεροί μας, μας πήραν συνέντευξη για δουλειά, ενώ τις περισσότερες φορές η προσπάθειά μας για συσχέτιση ηλικίας και εμπειρίας έπεφτε στο κενό, για να καταλάβουμε γρήγορα - γρήγορα ότι η ηλικία είχε αρχίσει να …τρέφεται εις βάρος μας.
Οι γυναίκες είχαμε να ανταγωνιστούμε νεότερες που είχαν καταφέρει να έχουν αξιοθαύμαστες δουλειές (ίσως και παιδιά), και οι άντρες, πανίσχυρους συνομήλικους ή νεότερους, που απαιτούσαν μεγάλο μισθό μόνο όταν αποδεικνυόταν ότι δεν τον είχαν ανάγκη.
Ο ανταγωνισμός έγινε αμέσως κοινωνική ζήλεια! και ψάξαμε τον εχθρό στις μικρότερες ηλικίες. Όταν δε, τα νιάτα άρχισαν να αποτελούν απειλή και για την προσωπική μας ζωή, εκεί χάσαμε το στοίχημα. Κανένα μαζικό στοίχημα όμως. Ήμασταν η γενιά των ατομικών στοιχημάτων.
Κάτι που διδαχτήκαμε από τους νεότερους. Έστω και από την ανάγκη να τους ακολουθήσουμε.
Παρακολουθήσαμε λοιπόν κι ακολουθήσαμε νέους, επιτυχημένους, …ευτυχισμένους! Και ναι, έγιναν τα πρότυπά μας.
Και φτάσαμε στα thirty something – να και κάπου που ανήκουμε σίγουρα – για να λυπόμαστε τώρα τη γενιά των 700 ευρώ, τόσο για την αναντιστοιχία των σπουδών τους με τις αμοιβές τους όσο και για το όραμα που τους λείπει. Γιατί εμείς πόσα παίρναμε όταν ξεκινούσαμε τη δουλειά;
Αλήθεια, ποια ήταν αυτή η ενδιάμεση γενιά που τα είχε καταφέρει όλα; Ή δεν ήταν γενιά, απλά οι περαστικοί της «επιτυχημένης» Σημιτικής οικονομίας του εκσυγχρονισμού και του χρηματιστηρίου; Που είδαν φως και μπήκαν; Που άναψαν αυτοί το φως μπαίνοντας και το έσβησαν φεύγοντας;
Ήταν τότε που αρχίσαμε να συναντάμε ισχυρούς ανθρώπους που προέρχονταν από …οικογένειες (η οικογένεια παίζει το ρόλο της προίκας στην ελληνική κοινωνία) με σοσιαλιστικές καταβολές μεν, - για να μη μπορούμε να τους προσάψουμε καμία κεφαλαιοκρατική προέλευση -, αλλά και όμοιες διασυνδέσεις, για να δικαιολογούμε την ανέλιξή τους. Ήταν οι γόνοι αντιστασιακών (κατά δήλωση), παιδιά των παιδιών του Πολυτεχνείου (κατά σύμπτωση) …
Αν λοιπόν μας φταίνε τα 700 ευρώ σήμερα, είναι γιατί μέχρι χθες παρακολουθούσαμε τον πλουτισμό όλων των εργατοπατέρων, συνδικαλιστών, σοσιαλιστών, ιδεολόγων. Όλων εκείνων που με την επίφαση της αριστερής ιδεολογίας νομιμοποιούνταν να ζουν βασιλικά, με σκάφη, με βίλες στη Μύκονο, με μεγιστάνες φίλους.
Και φυσικά σήμερα δε μας φτάνουν τα 700 ευρώ γιατί τα πρότυπά μας δημιούργησαν μια ακριβή αντιμετώπιση της ζωής, ρίχνοντας τις Αξίες κι ανεβάζοντας τις τιμές.
Σήμερα, εμείς οι τριαντα-βάλε, που δεν κάναμε τίποτε απολύτως για να σταματήσουμε την ελεύθερη πτώση της κοινωνίας, που παρασυρθήκαμε κι εμείς ως άλλοι ηττημένοι ενός πολέμου που δεν κηρύχθηκε ποτέ, που μετά βίας και πικρίας διαπιστώσαμε ότι τα απολιτικά όνειρά μας για μεγάλες καριέρες και ζωές ελευθερίας και πολιτισμού, έγιναν προβλήματα επιβίωσης και συγχρονισμού με το ορμητικό ρεύμα «άρτος και θεάματα», πρέπει να ξαναγίνουμε πολιτικά όντα, συμπονώντας τη γενιά του χαμηλού μισθού.
Πρέπει τώρα να πάρουμε θέση για τους νέους που τους φταίει το κράτος (τι χαζό να είσαι αναρχικός επειδή παίρνεις μόνο 700 ευρώ), για να διαλέξουμε τι; Τη δεξιά ή την κεντρώα κεφαλαιοκρατία.
Συγνώμη αλλά δε συμμερίζομαι την άποψη ότι η δεξιά κυβέρνηση φταίει για τα 700 ευρώ. Ο Καραμανλής είναι το κερασάκι στην τούρτα. Σε μια τούρτα που μας έπεισε ότι θα πετούσαμε στα μούτρα των νταβατζήδων. Δεν έγινε. Αλλά η γενιά μου δεν γνώρισε την ήττα εξαιτίας του. Γι’ αυτό και τρέμω πολύ στην ιδέα ότι η μοναδική εναλλακτική που έχουμε μετά τη ΝΔ είναι το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ με ενοχλεί πολύ περισσότερο που υπάρχει γιατί εκμεταλλεύτηκε το ΣΟ του ονόματος. Η ΝΔ είναι οι δεξιοί. Το ΠΑΣΟΚ που διατείνεται πως δεν είναι, τι πολιτική έκανε;
Θα έρθουν για να ανατρέψουμε την παγιωμένη κρατική διαφθορά, τα οικονομικά συμφέροντα που μας κυβερνούν; Κι αν κουραστήκαμε από όλους τους;
Εμείς περάσαμε το κατώφλι της ηλικίας που θα έπρεπε να κάνουμε την επανάσταση, και συνειδητοποιούμε ότι ο φόβος μας είναι πως με την πρώτη απεργία μας, η θέση μας μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον που για 700 ευρώ μπορεί να κάνει τα ίδια με μας με περισσότερο κέφι και απειλή κουκούλας.
Κι αν αποφύγαμε τις ουσίες για να ζήσουμε όμορφα κι ειρηνικά; Κι αν αποφύγαμε τις ουσίες κάνοντας όνειρα για μια πολιτισμένη ευρωπαϊκή Ελλάδα; Κι αν αποφύγαμε τις ουσίες για να μπορούμε να ανοίγουμε διάλογο; Και αν τίποτα από αυτά δεν ήρθε;
Είμαστε η γενιά που απλά απέφυγε τις ουσίες χάνοντας όμως την ουσία της ομάδας. Και μετουσιώσαμε τα όνειρά μας σε κουραστικό καθημερινό κυνήγι αναζήτησης της ουσιαστικής ζωής.
Ανούσια που μοιάζουν όλα.
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008
Ομπάμα, Πρόεδρος :-)
Πολύ ευχάριστο εκλογικό αποτέλεσμα αν σκεφτεί κανείς ότι ψάχνουμε πάντα μια αιτία για τα καλά και τα κακά που μας έρχονται, στην Αμερική.
Παρόλα αυτά, κάποιες άλυτες απορίες για τον αμερικανικό λαό εξακολουθούν να τους κατατάσσουν στους πιο υπερόπτες ανθρώπους που ζουν σ’ αυτό τον πλανήτη.
Μήπως δε θέλουν να χάσουν την εξουσία τους, για αυτό αλλάζουν; Μήπως δε θέλουν να παραδεχτούν την ήττα του συστήματός τους;
Η απόφαση της ανατροπής για τους Αμερικανούς δεν ήρθε με τους πολέμους στο Ιράκ και Αφγανιστάν. Χρειάστηκε να δουν το αμερικάνικο όνειρο (που είναι μόνο οικονομικό) να γκρεμίζεται για να αποφασίσουν την αλλαγή.
Γιατί ο Μπους είχε και δεύτερη ευκαιρία; Ο πιο κακός Πρόεδρος κυβέρνησε για 2 θητείες την Αμερική και τον κόσμο! Η τωρινή μετάνοια των Αμερικανών (αν χαρακτηριστεί έτσι η σημερινή εκλογή) δεν τους εξιλεώνει.
Άρχισαν να χάνουν χρήμα κι εξουσία κι αποφάσισαν να αλλάξουν.
Απλά ελπίζουν στην ανάκαμψη της οικονομίας τους.
Είναι πολύ δικό τους ζήτημα η αλλαγή του προέδρου τους. Αυτοί δεν ψήφισαν για την αλλαγή που μπορεί να έρθει στον πλανήτη. Εμείς γιατί να το δούμε έτσι;
Ας ελπίσουμε μόνο ότι η Αμερική συμφιλιώνεται με το πρότυπο του μέχρι τώρα ‘εχθρού’ της. Αυτού, που εκείνη (μέσω των πολιτικών της), επέδειξε ως τέτοιο, κάνοντας τις δυτικές κοινωνίες φοβισμένες με τον «έγχρωμο» και τον «αλλόθρησκο».
Τώρα πια ένας εχθρός έγινε Πρόεδρος.
Μήπως είναι πολύ ώριμο, για να είναι αμερικανικό;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)